Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2009

C4I: ΜΙΑ ΑΠΟΨΗ

(AΠΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΜΟΥ ΠΟΥ ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΟ "ΒΗΜΑ" ΤΗΝ 8/7/2008. ΤΕΛΙΚΑ ΔΕΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΘΗΚΕ ΚΑΝΕΝΑΣ ΑΡΜΟΔΙΟΣ ΝΑ ΡΩΤΗΣΕΙ ΕΣΤΩ ΤΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΕΓΙΝΕ...

Από τον Ιούλιο του 2003 έως τον Οκτώβριο του 2004, υπό την ιδιότητα του διευθυντή H/M μελετών του μεγαλύτερου μελετητικού γραφείου της χώρας, είχα το προνόμιο και την ατυχία να διευθύνω την ομάδα των 14 Τεχνικών Συμβούλων της ΔΑΟΑ (Διεύθυνσης Ασφαλείας Ολυμπιακών Αγώνων) η οποία παρακολουθούσε για λογαριασμό του Δημοσίου το σύστημα ασφαλείας C4I (Command, Control, Communication and Computer Integration, δηλαδή Ενοποίηση Διοίκησης, Ελέγχου, Επικοινωνιών και Υπολογιστών).

Η υπόθεση του περιβόητου C4I δείχνει με ιδιαίτερα ανησυχητικό τρόπο μία κατάσταση η οποία θα είναι εξαιρετικά δύσκολο στο μέλλον να διορθωθεί.

Η Δικαιοσύνη, ο δημοσιογραφικός και πολιτικός κόσμος ερευνά την υπόθεση υπό το πρίσμα της απόδοσης των ευθυνών σε συγκεκριμένα πολιτικά πρόσωπα και στελέχη του κρατικού μηχανισμού. Ενεργεί δηλαδή με την ψευδαίσθηση ότι εάν εκλείψουν οι 2-3 πολιτικοί άνδρες που «τα έπιασαν» και οι 2-3 επιχειρηματίες που τους «λάδωσαν» από το προσκήνιο, αυτομάτως ο δημόσιος βίος μας θα έχει εξυγιανθεί και η Ελλάδα θα καταστεί Σουηδία.

Με τη συγκεκριμένη θέση που λαμβάνω δεν επιθυμώ να επιρρίψω, ούτε πιστεύω ότι θα έπρεπε να αποδίδονται ευθύνες σε οποιαδήποτε ιδιωτική εταιρεία για το συγκεκριμένο έργο.

Κάθε Διευθύνων Σύμβουλος μια εταιρείας έχει την υποχρέωση να παρουσιάζεται ενώπιον των μετόχων και να τους αναφέρει ότι η εταιρεία στην οποία επένδυσαν τις περιουσίες τους, τους ανταπέδωσε την εμπιστοσύνη με κέρδη. Αυτό άλλωστε περιμένουμε όλοι εμείς οι πολίτες που αγοράζουμε μετοχές για να εξασφαλίσουμε τις μικρές ή μεγάλες αποταμιεύσεις που δημιουργήσαμε με κόπο.

Έτσι, όταν οι όροι ανταγωνισμού που έχουν διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια από το πολιτικό περιβάλλον, επιβάλουν σε ένα επιχειρηματία να χρησιμοποιήσει κάθε πρόσφορο μέσον για την επίτευξη του σκοπού του, θα ήταν υποκρισία να τον κατηγορήσουμε γιατί δεν άφησε την εταιρεία που διευθύνει να βουλιάξει στην αφάνεια, επειδή κάποιοι άλλοι θα το πράξουν αντί αυτού.

Για κάθε κύριο Χριστοφοράκο που θα εμπλακεί τυχαία στο δίχτυ της Δικαιοσύνης, θα υπάρχουν άλλοι 50 ή 100 επιχειρηματίες που απλά θα ακολουθούν τους ίδιους άτυπα θεσπισμένους κανόνες που στην ουσία δεν έχουν αλλάξει από την εποχή της Τουρκοκρατίας.

Ας μιλήσουμε λοιπόν για το πολιτικό περιβάλλον, δηλαδή για εμάς τους ίδιους, χωρίς να ερυθριάζουμε ως παρθένες....

Υπό τη συγκυρία των παγκόσμιων γεωπολιτικών αναταραχών που πυροδοτήθηκαν με την αναρρίχηση στην εξουσία μιας νεοσυντηρητικής Αμερικανικής κυβέρνησης και της επακόλουθης τρομοκρατικής επίθεσης της 11/9, καθώς και με την απειλή του διεθνούς τύπου και των χωρών με μεγάλη επιρροή να παρουσιάσουν τη χώρα μας ως ένα παράδεισο για τη διεθνή τρομοκρατία, οι Έλληνες πολιτικοί των δύο μεγάλων κομμάτων, κατανόησαν ότι έπρεπε να υιοθετηθεί ένα εξαιρετικά αποτελεσματικό και δαπανηρό σύστημα ασφαλείας των επερχόμενων Ολυμπιακών Αγώνων του 2004.

Δεν θα ασχοληθώ με τα κριτήρια με τα οποία έγινε η επιλογή του ομίλου που θα υλοποιούσε το σύστημα C4I. Αυτό, εάν κρύβει σκοτεινά σημεία, ανήκει στη Δικαιοσύνη να το προσδιορίσει. Κι εγώ άκουσα διάφορα σχόλια, πολλές φορές από σημαντικά στελέχη, αλλά παραμένουν πάντα στη σφαίρα της προσωπικής άποψης και όχι σε απτά γεγονότα. Όμως, η προσπάθεια υλοποίησης του συγκεκριμένου έργου ξεκίνησε με τη συνταγή της αποτυχίας:

· Αντί ένα τόσο μεγάλο έργο υψηλής τεχνολογίας να προσδιοριστεί με βάση τις τεχνικές του απαιτήσεις και να ανατεθεί σε ένα διεθνή ή Ελληνικό κατασκευαστικό όμιλο, ο οποίος θα είχε συγκεκριμένους προμηθευτές και διαδικασίες υλοποίησης, και θα ήταν υπεύθυνος για το τελικό αποτέλεσμα, το όλο εγχείρημα αντιμετωπίστηκε ως προμήθεια αμυντικού υλικού, υπογράφηκε από το Υπουργείο Εθνικής Αμυνας και διοικήθηκε από το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης με τη συμμετοχή της Οργανωτικής Επιτροπής των Ολυμπιακών Αγώνων. Αυτό δημιούργησε αυτομάτως πολλαπλούς πόλους και κέντρα λήψης αποφάσεων τα οποία κινούνταν με εξαιρετικά δύσκαμπτο τρόπο και οι ατέρμονες συσκέψεις στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης που παρακολούθησα, ποτέ δεν έφεραν κάποιο απτό αποτέλεσμα, πέρα από τη διατύπωση πολλών ευχολογίων.

· Η σύμβαση που υπογράφηκε μεταξύ του προμηθευτή ομίλου SAIC/Siemens και του Ελληνικού Δημοσίου, δεν ελέγχθηκε ποτέ από ένα Τεχνικό Σύμβουλο κατά τη φάση της κατάρτισής της, ώστε να εντοπισθούν οι σοβαρές ασάφειες γύρω από την τεχνική υλοποίηση του έργου και να προσδιοριστούν συγκεκριμένες προδιαγραφές βάσει των οποίων θα γινόταν η υλοποίηση αυτή. Έτσι, ένα από τα σημαντικότερα έργα υψηλής τεχνολογίας της χώρας ελέγχθηκε για την πληρότητά του από δικηγόρους, οικονομολόγους και στρατιωτικούς οι οποίοι ποτέ τους δεν είχαν αντικρίσει εργοτάξιο. Ο δε «ειδικός» σύμβουλος ασφαλείας από την Αυστραλία, ο οποίος αμείφθηκε με τεράστια ποσά για να συντάξει τις προδιαγραφές λειτουργίας του C4I είχε στο προσωπικό του μόνο έναν (1) αρχιτέκτονα με ελάχιστη εμπειρία σε έργα. Όταν η Ομάδα μου για πρώτη φορά είδε κάποιους από τους όρους της (υπογεγραμμένης ήδη) Σύμβασης, μείναμε έκπληκτοι από το μέγεθος της αβλεψίας των υπευθύνων και προβλέψαμε καταστροφική πορεία για τα συμφέροντα του Δημοσίου.

· Οι προδιαγραφές προέβλεπαν αυθαίρετα την ομαλή λειτουργία ενός on-line συστήματος πληροφόρησης στο οποίο θα συνεργάζονταν αρμονικά 1100 υπολογιστές, τη στιγμή που το μεγαλύτερο αντίστοιχο σύστημα στη Ν.Υόρκη μέχρι εκείνη τη στιγμή αξιοποιούσε 120 περίπου υπολογιστές. Το θλιβερό αποτέλεσμα ήταν κατά τη διάρκεια των αγώνων το σύστημα να καταρρέει όταν έμπαιναν on-line πάνω από 80 σημεία.

· Αν και το Δημόσιο γνώριζε πολύ καλά από καιρό ότι κάποια στιγμή θα έπρεπε να εγκαταστήσει τον Ανάδοχο του C4I στις διάφορες αθλητικές εγκαταστάσεις, δεν έπραξε τίποτα ώστε να δεσμεύσει τις εταιρείες που κατασκεύαζαν τις εγκαταστάσεις αυτές να δεχθούν την κοινοπραξία SAIC/Siemens τότε που έπρεπε, στα εργοτάξιά τους. Η Ομάδα μου, άκουγε καθημερινά τους εργοταξιάρχες των κατασκευαστικών εταιρειών να μας λένε (σε διάφορα στάδια αδιαφορίας ή εχθρότητας): «δεν ξέρω τίποτα, αφού τελειώσουμε εμείς και παραδώσουμε το έργο στη ΓΓΑ (ή τη ΓΓΔΕ), τότε μόνο θα μπούνε οι ανάδοχοι του C4I». Έτσι, με την ολιγωρία και την εξοργιστική έλλειψη συντονισμού, επιτρέψαμε στη SAIC/Siemens να χάσει 5-6 κρίσιμους μήνες και να μας «ζητάει τα ρέστα» επειδή ανετράπη εντελώς το χρονοδιάγραμμα υλοποίησης του έργου.

· Για όλο το έργο του C4I δεν υπήρξε ούτε ένας θεσμοθετημένος από τη σύμβαση Επιβλέπων Μηχανικός!!! Η Ομάδα Τεχνικών Συμβούλων, την οποία συντόνιζα, κλήθηκε στο Έργο τον Ιούλιο του 2003 χωρίς καμία επίσημη αρμοδιότητα να επιβάλλει λύσεις και να ελέγχει ουσιαστικά τον Ανάδοχο. Η αρχική μας λειτουργία, (όπως την φαντάστηκαν οι ιθύνοντες «εγκέφαλοι») ήταν η απλή αναφορά προόδου, στην οποία συνειδησιακά ως μηχανικοί αρνηθήκαμε να περιοριστούμε. Όποιες αρμοδιότητες αναλάβαμε τις αναλάβαμε λίγο-πολύ μόνοι μας και αυθαίρετα, γιατί όταν μιλούσαμε στους αστυνομικούς και στρατιωτικούς για τα κρίσιμα θέματα των κακοτεχνιών και των ελλείψεων, μας κοιτούσαν σα να μιλούσαμε Κινέζικα.

· Πολλοί έντιμοι και εργατικότατοι αστυνομικοί και στρατιωτικοί, πρόεδροι και μέλη επιτροπών παραλαβής των διαφόρων υποσυστημάτων του C4I κατακλύζονταν από έναν ορυμαγδό λάθρα διορισθέντων ατόμων και από ένα περιρρέον κλίμα αδιαφορίας για την πρόοδο του έργου και τα μεσο/μακρο-πρόθεσμα συμφέροντα του Δημοσίου. Καμία προσπάθεια δεν έγινε ώστε να καταγραφούν οι ελλείψεις και παραλείψεις του Αναδόχου, ώστε το Δημόσιο να έχει στα χέρια του κάποια ισχυρά διαπραγματευτικά στοιχεία. Οι επανειλημμένες επιστολές που συνέταξε η ομάδα μου για τα θέματα αυτά πέρασαν εντελώς απαρατήρητες από ανθρώπους που έβλεπαν το όλο εγχείρημα ως εφαλτήριο για το επόμενο στάδιο της καριέρας τους στο Δημόσιο ή την πολιτική. Οι λίγοι που ενδιαφέρθηκαν, δεν κατάφεραν να επιτύχουν τίποτα για να αλλάξει η κακή κατάσταση.

· Υπήρχε ένα έντονο κλίμα ανταγωνισμού για την εξασφάλιση αρμοδιοτήτων μεταξύ της Γενικής Διεύθυνσης Ασφαλείας του «Αθήνα 2004» (η οποία καταργήθηκε μετά από κάποιο διάστημα) και της ΔΑΟΑ, μέσα στο οποίο οι μόνοι μηχανικοί του Έργου (η ομάδα μου δηλαδή) ένοιωθαν ότι τους επεφυλάσσετο ρόλος δικαιολογητή διαφόρων αποφάσεων. Βλέπαμε να υπερκοστολογούνται πολλές πρόσθετες εργασίες, αλλά ποτέ οι διαφορετικές κοστολογήσεις μας δεν χρησίμευαν ως διαπραγματευτικό όπλο από το Ελληνικό Δημόσιο και ο Ανάδοχος τελικά έπαιρνε αυτά που ζητούσε. Οι συμπαθέστατοι και ευγενέστατοι (όσο τους γνώρισα προσωπικά) κύριοι Δενδρινός και Τερπεκλής είχαν κάθε ευκαιρία και δικαίωμα να εκμεταλλευθούν κατάλληλα και προς όφελος των εταιρειών τους αυτή τη θλιβερή οπερέτα που ονομαζόταν Πελάτης.

· Η αδυναμία του Δημοσίου να επιβάλλει έστω και κάποιο στοιχειώδες επίπεδο ελέγχου στο έργο γινόταν εμφανής, όσο πλησίαζε η ημερομηνία έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων. Ο υφυπουργός κ. Μαρκογιαννάκης έφθανε σε σημείο νευρικού κλονισμού στις συσκέψεις, εξ αιτίας των καθυστερήσεων, αλλά η SAIC/Siemens είχε πάντα ένα λόγο για αυτές, και οι όποιες ευθύνες της κοινοπραξίας χάνονταν μέσα στους οργανωτικούς λαβυρίνθους ενός έργου που ελάχιστοι είχαν τη δυνατότητα και τις γνώσεις να παρακολουθήσουν. Εδώ πρέπει να τονιστεί ότι ο κ. Μαρκογιαννάκης ήταν ο μόνος που έδωσε εντολή να πράξουμε ό,τι ήταν αναγκαίο, αλλά η επιμονή του αυτή δεν έκανε καλό στην πολιτική του καριέρα.

· Η φράση «ποιότητα κατασκευής» χάθηκε μέσα στην πρεμούρα της υλοποίησης και όταν τα μέλη της ομάδας μου την ανέφεραν, γινόμασταν αντικείμενο ειρωνικών σχολίων περί φερετζέ της Μαριορής. Όταν δε, μετά τους αγώνες, μας ζητήθηκε να συμμετέχουμε στη διαδικασία παραλαβής του έργου, ο ποιοτικός παράγων δεν επέτρεψε σε κανένα από τους μηχανικούς της ομάδας μου να υπογράψει ότι το έργο αυτό περαιώθηκε με επιτυχία. Οι ελλείψεις και κακοτεχνίες ήταν κραυγαλέες και οι περισσότερες από αυτές απλά κρύφτηκαν με την αποξήλωση των συστημάτων και την αναδιανομή του εξοπλισμού μέσα στις υπηρεσίες του Δημοσίου, κατά τρόπο που έκανε την αξιολόγηση του συστήματος αδύνατη. Το γενικότερο consensus σε όλα τα επίπεδα ήταν ότι η παραλαβή του έργου δεν θα ήταν τεχνική ή διοικητική, αλλά πολιτική πράξη, στο τέλος.

Τα παραπάνω είναι λίγα μόνο από τα στοιχεία που οδήγησαν σε φιάσκο ένα τόσο σημαντικό έργο. Και δυστυχώς, το έργο αυτό είναι ένα από τα δεκάδες που έγιναν κατά την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων και εξακολουθούν να γίνονται και σήμερα, πολλές φορές υπό τη διοίκηση φορέων εξίσου αναρμόδιων και αδιάφορων για την τελική τους έκβαση.

Σύμφωνοι, υπήρξαν ιδιωτικές εταιρείες που είχαν τόσο τα μέσα, όσο και την ευκαιρία να εκμεταλλευθούν το σαθρό σύστημα οργάνωσης του Ελληνικού Δημοσίου. Δεν ήταν οι πρώτοι, και δεν θα είναι οι τελευταίοι που θα το πράξουν. Αυτός είναι ο ρόλος τους εάν δεν θέλουν να εξαφανιστούν ως είδος.

Η βλακεία, η αδιαφορία, το βόλεμα και το λάδωμα δεν έχουν κομματικά χρώματα. Απαντώνται παντού στη χώρα μας και είναι περισσότερο ανθρώπινες και κοινωνικές ιδιότητες και λιγότερο κομματικές.

Το να κατανοήσουμε κάτι τέτοιο, όμως, θα μας υποχρέωνε να κοιτάξουμε καλύτερα στον καθρέφτη μας και αυτό δεν το θέλουμε, έτσι δεν είναι;

3 σχόλια:

Unknown είπε...

Είμαι περίεργος εάν έχετε κληθεί για το θέμα αυτό ως μάρτυρας σε Ανακριτή ή σε Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής;

Panos είπε...

Πολύ σωστό το άρθρο. Σίγουρα προσδίδει μια άλλη οπτική των πραγμάτων, και ελπίζω να το δει κάποιος δημοσιογράφος ώστε να βγουν κάποια πράγματα μέσα από την δημοσιογραφική έρευνα, από μια πιο τεχνική και λιγότερο πολιτική σκοπιά.
Εκεί που συμφωνώ 100% είναι στην εισαγωγή: κυνηγάνε τον Χριστοφοράκο και αυτούς που τα δώσανε (αναγκαστικά εν μέρει, για να πάρει την δουλειά)...για αυτούς που τα πήρανε, κουβέντα!!

Ανώνυμος είπε...

Ως η άλλη πλευρά της ιστορίας, όπου κάποιοι εξωγήινοι τύποι εμφανίστηκαν στο εργοτάξιο μου με προθέσεις να καταλάβουν καποιους χώρους, με οδηγίες να τους αλλάξω τους ηλ.πίνακες και τις διελευσεις των γραμμών, να τους δώσω επικαιροποιημένα σχέδια της κατασκευής πριν γίνει η κατασκευή κλπ σε καταλαβαίνω απόλυτα!