Τετάρτη 11 Μαΐου 2011

ΕΠΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ...

Κοντεύουν πια  επτά καλοκαίρια από τη λαμπρή εκείνη μέρα που η παγκόσμια κοινότητα θαύμασε την παραμυθένια έναρξη των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων που επέστρεφαν στη γενέτειρά τους έπειτα από 108 χρόνια. Επτά καλοκαίρια που μας βύθισαν σταδιακά σε μια συλλογική απελπισία και αβεβαιότητα για το μέλλον, υποβάθμισαν το βιοτικό μας επίπεδο και μας έκαναν να συνειδητοποιήσουμε ότι ο σπόρος της καταστροφής ίσως ενυπήρχε ακόμα και μέσα στις πανέμορφες εικόνες που μεταδώσαμε στα πέρατα της Υφηλίου.

Οι περισσότεροι από εμάς, θαμπωμένοι από τις εικόνες της «σύγχρονης», «δυναμικής» και «εξωστρεφούς» Ελλάδας, δεν θα μπορούσαμε καν να το φανταστούμε. Οι οθόνες των τηλεοράσεών μας είχαν γεμίσει με γυαλιστερές χάντρες και καθρεφτάκια και μας καλούσαν σε ένα τεράστιο πάρτι. Κάτι τέτοιες ώρες, ποιος θα κοιτάξει το λογαριασμό;

Κάποιοι άλλοι, εξ αρχής τοποθετημένοι ιδεολογικά απέναντι στη διοργάνωση, δεν θα μπορούσαν να παίξουν το ρόλο του σκλάβου-συνοδού του Καίσαρα, που στις θριαμβευτικές του εισόδους στη Ρώμη του ψιθύριζε ότι όλοι μας, ακόμα κι αυτός, είμαστε θνητοί και ασήμαντοι. Η ιδεολογική προκατάληψη, βλέπετε, χάνει την έξωθεν καλή μαρτυρία, συνεπώς τώρα είναι μάλλον άτοπο να αλαλάζουν δικαιωμένοι, μια και το ίδιο θα έπρατταν σε κάθε δυνατή εξέλιξη.

Όμως, ανάμεσα στο πλήθος που διψούσε για το θέαμα και τους πολέμιους της διοργάνωσης, υπήρξαν κάποιοι άνθρωποι που αυτά που έβλεπαν να συμβαίνουν, τους έπεισαν από εκείνη την εποχή ότι η Πατρίδα μας όδευε σε κάποιες πολύ δύσκολες ατραπούς.  Άνθρωποι που αντιλήφθηκαν ότι ναι μεν η Ελλάδα έπραξε σωστά να αναλάβει τη διοργάνωση των αγώνων για να τονωθεί το Εθνικό μας γόητρο, αλλά ο τρόπος με τον οποίο γινόταν αυτή θα προξενούσε σοβαρά οικονομικά προβλήματα στο μέλλον.

Είχα το προνόμιο, αλλά και την ατυχία να ανήκω σε μια ομάδα της οποίας η δραστηριότητα υπήρξε ο βασικός κινητήριος μηχανισμός στην υλοποίηση ενός τόσο τεράστιου έργου, αυτή των μηχανικών που μελέτησαν, διοίκησαν, επέβλεψαν και κατασκεύασαν όλα αυτά τα μεγάλα έργα που απαιτήθηκαν για την υλοποίηση του Εθνικού μας Οράματος. Χιλιάδες συνάδελφοι έδωσαν τον καλύτερό τους εαυτό επί πολλά χρόνια για να το καταφέρουν.

Όμως, μέσα στη δομή της σύγχρονης Ελληνικής κοινωνίας, όπου οι δηλώσεις μιας τηλεπερσόνας τύπου Τζούλιας, ή η τελευταία αισθηματική περιπέτεια κάποιου διάττοντα αστέρα της showbiz έχουν πολύ μεγαλύτερη βαρύτητα από μια πεζή ορθολογική ανάλυση ενός επιστήμονα, η γνώμη ενός μηχανικού περνάει πάντοτε απαρατήρητη, μέχρι να καταγραφεί στην έκθεση μιας νεκροψίας. Πολλές φορές δε, ακόμα και τότε, οι «αρμόδιοι» με τους βαρύγδουπους τίτλους και την απέραντη άγνοια που θα κάνουν τη νεκροψία αυτή, θα παραλείψουν να ζητήσουν τη γνώμη μας, ίσως από φόβο ότι δεν θα έχουν τη δυνατότητα να τη διαχειριστούν. Άλλωστε, δεν είναι λίγες οι φορές που οι «ιατροδικαστές» αυτοί υπήρξαν οι κατεξοχήν θύτες…

Όμως, σαν Έλληνες Πολίτες, θεωρώ ότι πρέπει να πούμε τη γνώμη μας και να ακουστούμε, ανεξάρτητα από το εάν αυτή δεν συνάδει με την εκάστοτε κομματική, πολιτική ή κοινωνική δεοντολογία. Εάν δεν το πράξουμε όλοι εμείς που γνωρίζουμε τις αιτίες καλύτερα ίσως από τον καθένα, είναι σα να αποδεχόμαστε ότι θα είμαστε στο διηνεκές απλά και άβουλα πιόνια στις επιδιώξεις του κάθε επιχειρηματία, πολιτικού ή άλλου διαπλεκόμενου «λαμόγιου».

Ως διευθυντής μελετών και έργων του τότε μεγαλύτερου και παλαιότερου τεχνικού γραφείου της χώρας μας, αλλά και ως ιδιώτης μελετητής και επιβλέπων μηχανικός, είχα την ευκαιρία να έχω μια σφαιρική αντίληψη του τρόπου που έγιναν όλα αυτά τα μεγάλα έργα που μας έκαναν τόσο υπερήφανους, αλλά και τόσο χρεωμένους. Επιτρέψτε μου λοιπόν να καταθέσω την άποψή μου, για όσο αυτή μπορεί να αξίζει.

Σαν γενικότερη εισαγωγή θα μπορούσε κανείς να πει ότι τα μεγάλα έργα των Ολυμπιακών αγώνων κατασκευάστηκαν με την ίδια λογική, προγραμματισμό και μεθοδολογία που θα κατασκεύαζε κάποιος ένα αυθαίρετο εξοχικό στη Λούτσα. Όταν προσπαθείς να κατασκευάσεις κάτι την τελευταία στιγμή, χωρίς σχεδιασμό, χωρίς να έχεις «δέσει» τους εργολάβους και τους προμηθευτές σου με σωστές συμβάσεις και με το φόβο ότι όταν χαράξει, η αστυνομία θα κάνει «ντου» και θα σου το γκρεμίσει, καταλήγεις να πληρώσεις το πολλαπλάσιο αντίτιμο απ όσο θα πλήρωνες για ένα νόμιμο και σωστά σχεδιασμένο κτίσμα.

Όλοι μας θυμόμαστε τις σκηνές των θριαμβευτικών εναγκαλισμών της κας Αγγελοπούλου με τον κ. Αβραμόπουλο, τη στιγμή που η Αθήνα ονομαζόταν διοργανώτρια πόλη για την Ολυμπιάδα του 2004. Το ημερολόγιο έγραφε 1997. Είχαμε δηλαδή στη διάθεσή μας επτά ολόκληρα χρόνια για να σχεδιάσουμε, να προγραμματίσουμε και να κατασκευάσουμε κατά τρόπο έντεχνο και κυρίως οικονομικό, μια πλειάδα έργων σε όλη την Αττική και σε αρκετές άλλες συνδιοργανώτριες πόλεις. 

Μία σωστά οργανωμένη κυβέρνηση θα προκήρυσσε άμεσα διεθνείς διαγωνισμούς για την επιλογή των κατάλληλων μελετητών, οι οποίοι μέσα σε 1-2 χρόνια θα είχαν έτοιμες όλες τις απαραίτητες μελέτες για την υλοποίηση των σχετικών έργων, αναλαμβάνοντας ταυτόχρονα την ευθύνη για την αρτιότητά τους. Στη συνέχεια, μέσα από κανονικούς διαγωνισμούς θα επιλέγονταν οι Ανάδοχοι, οι οποίοι θα εκτελούσαν τα έργα αυτά προσφέροντας εκπτώσεις της τάξης του 30-40% επί του προϋπολογισμού, όπως έκαναν τόσα χρόνια για τόσα πολλά δημόσια έργα. Τα έργα αυτά, με όλες τις συνήθεις καθυστερήσεις που παρατηρούνται, θα μπορούσαν να είναι έτοιμα μέχρι το 2003 και με το μισό ίσως κόστος απ’ότι στοίχισαν τελικά.

Μια σωστά οργανωμένη κυβέρνηση θα προσπαθούσε, πέρα από τη μείωση του κόστους, να προστατέψει τα συμφέροντα του Ελληνικού Δημοσίου, κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Η ισχύουσα νομοθεσία της έδινε όλα τα όπλα ώστε να υποχρεώσει τους διάφορους αναδόχους και προμηθευτές να είναι συνεπείς, ή να υποχρεωθούν να καταβάλλουν τσουχτερά πρόστιμα για καθυστερήσεις, κακοτεχνίες και υπερβάσεις στους προϋπολογισμούς.

Όμως, τι πραγματικά έγινε;
·     
    Τα Ολυμπιακά έργα άργησαν υπερβολικά να ξεκινήσουν και αυτό δεν ενέχει μόνο το στοιχείο της ανικανότητας αλλά και του δόλου, όταν αναλογιστούμε ότι η καθυστέρηση αυτή είχε σαν αποτέλεσμα την απευθείας ανάθεση των περισσότερων από αυτά και σε τιμές που επέτρεψαν την αποκόμιση τεράστιων κερδών από τις διάφορες εταιρείες, σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου.

·         Η οργάνωση ουσιαστικά ανατέθηκε σε έναν ορυμαγδό «συμβούλων», επικοινωνιολόγων και δημοσιοσχεσιτών, οι οποίοι έφτασαν να θέτουν το ρυθμό εξέλιξης των έργων και να απαιτούν όλο και περισσότερες αμφιβόλου χρησιμότητας επενδύσεις για την ολοκλήρωση των έργων. Τη στιγμή που η Αυστραλιανή Οργανωτική Επιτροπή νοίκιασε στο Sydney ένα κινηματογράφο και τον μετέτρεψε προσωρινά σε κέντρο άρσης βαρών, εμείς οι «large» τύποι χτίσαμε ένα «Σπίτι της Άρσης Βαρών» στη Νίκαια, ξοδεύοντας στην πορεία εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ που δεν είχαμε και αυτό είναι ένα μόνο παράδειγμα από τις σπατάλες που έγιναν στην πλάτη του Ελληνικού λαού.

·         Σε μεγάλο βαθμό ο Ελληνικός λαός παραπλανήθηκε από ηθελημένες υποκοστολογήσεις πολλών έργων, προκειμένου να συναινέσει σε αυτό το όργιο σπατάλης. Προσωπικά, ως μηχανικός, και ελέγχοντας τους προϋπολογισμούς των έργων του ΟΑΚΑ, αντιλήφθηκα μια υποκοστολόγηση της τάξης του 50% που είχε γίνει, προφανώς κατόπιν «άνωθεν» οδηγιών, σε όλα τα ηλεκτρομηχανολογικά έργα του Ολυμπιακού Σταδίου (60 αντί για 120 εκατομμύρια ευρώ). Και πριν βεβαίως βρεθεί κάποιος προσφιλής πολιτικός να με ψέξει για τη δήλωσή μου αυτή, θα τον παρακαλούσα να μας πληροφορήσει τι ακριβώς έπραξε ο ίδιος όταν είδε τις υπερβάσεις του κόστους να ξεπερνούν το 100%;

·         Το περίφημο έργο ασφαλείας του C4I προκηρύχθηκε με βάση κάποιους παιδαριώδεις κανόνες ποιότητας και τεχνικών προδιαγραφών που άφηναν το Ελληνικό Δημόσιο απροστάτευτο απέναντι στον Προμηθευτή του συστήματος. Οι «κανόνες» αυτοί συντάχθηκαν από μια Αυστραλιανή εταιρεία η οποία στελεχώθηκε στην Ελλάδα από 2-3 πρώην τεχνίτες και ένα νεαρό μηχανικό με μηδενική εμπειρία. Όταν, ως προϊστάμενος των επιβλεπόντων μηχανικών του C4I είδα τι προέβλεπαν οι συμβάσεις που υπέγραψε το Δημόσιο, αντιλήφθηκα ότι τίποτα καλό δεν θα έβγαινε από αυτό το σημαντικό έργο. Δυστυχώς οι προβλέψεις μου δικαιώθηκαν και οι μηχανικοί μου ποτέ δεν υπέγραψαν για την παραλαβή του. Αλλά μην ανησυχείτε, το έπραξαν τελικά οι πολιτικοί μας, ΑΦΟΥ οι προβληματικές εγκαταστάσεις είχαν αποξηλωθεί (και μάλιστα η αποξήλωση αυτή έγινε με υπερκοστολόγηση και με πολύ μεγάλη βιασύνη). Ακόμα και όταν με επιστολές μας προτρέπαμε τους «αρμοδίους» να διαφυλάξουν τα συμφέροντα του Δημοσίου και να μην ενδίδουν σε υπερκοστολογήσεις διαφόρων εργασιών, οι εκκλήσεις μας έπεφταν στο κενό.

Τον Ιούλιο του 2008 κατέθεσα την προσωπική μου εμπειρία σε ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε σε μεγάλη πρωινή εφημερίδα. Η εκτίμηση ήταν ότι η μαρτυρία αυτή ήταν επαρκής για να βρεθεί έστω και ένας πολιτικός ή δικαστικός λειτουργός και να ρωτήσει εμένα προσωπικά ή οποιονδήποτε από τους συναδέλφους που είχα υπό την εποπτεία μου, σχετικά με το τι αντιληφθήκαμε όσο επιβλέπαμε το περίφημο C4I.

Τρία χρόνια αργότερα και μετά από εκατοντάδες εξεταστικές επιτροπές, ανακρίσεις, εικασίες, δημοσιεύματα κλπ. έχω καταλάβει ότι κανένας δεν θέλει να πειράξει τη σφηκοφωλιά των βαθύτερων αιτίων που οδήγησαν σε φιάσκο όλο αυτό το πανηγύρι των Ολυμπιακών Αγώνων.

Βλέπετε, όλοι έχουν επαναπαυθεί ότι ποινικό αδίκημα είναι να σε πιάσουν με μεγάλο τραπεζικό λογαριασμό ή με τη βαλίτσα με τα χρήματα στο χέρι. Όμως, ποιος θα πείσει τον Ελληνικό λαό ότι ο δόλος που επιδείχθηκε, στο να οδηγηθούμε σε οικονομικό μαρασμό προς όφελος κάποιων, δεν είναι κολάσιμο αδίκημα;